- προφήτιδας
- προφή̱τιδας , προφῆτιςprophet's wifefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμένεια — ἡ, Α προσωνυμία προφήτιδας τής Δωδώνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μένεια (< μενής < μένος), πρβλ. ευ μένεια, δυσ μένεια] … Dictionary of Greek